Ιστορία
Γ. Καραϊσκάκης 1782-1827
Αξιώθηκε ν’ αντιπαλέψει τη μοίρα του. Κι απ’ το τίποτε που του όρισε εκείνη, αυτός ξεπετάχτηκε μόνος κι αδέσποτος. Δρόμος του η περιπλάνηση και η ανάγκη.
Ο αγώνας. Η επιβίωση. Και πέρασε, αγέρωχος κι ανυπόταχτος, στη λαμπρή αιωνιότητα. Με το σπαθί του μονάχα. Μ’ αυτό. Και με το πείσμα του.
Τη λεβεντιά του, την τρέλα του. Βάδισε ατρόμητος ανάμεσα στις φλογισμένες μπάλες του άνισου αγώνα. Επαναστάτης. Ή όλα ή τίποτα. Συναντήθηκε με το θάνατο. Πολλές φορές. Δεν τον λογάριασε. Τι είχε να χάσει; Κι ανεβαίνοντας στις πλαγιές, στις κορφές και στη χαίτη του ανέμου, ανταμώθηκε με τους τίτλους του έθνους και του γένους τους εκπλαμπρότατους. Δεν τον συγκίνησαν. Δεν τον κέρδισαν.
Τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, πληγωμένος από βόλι ελληνικό, κάλεσε δίπλα του τα παλικάρια του. “Εις μεν τον υιόν μου αφίνω το τουφέκι μου, την μόνην μου περιουσίαν, την οποίαν έχω τώρα· τας δε θυγατέρας μου τας αφιερώνω εις σας τους συναγωνιστάς μου”, τους είπε.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης δε χωρά σ’ έναν τόπο μονάχα. Δεν ανήκει στο έθνος του μόνο, δεν είναι παιδί της δικής του μονάχα φυλής. Είναι παιδί όλου του κόσμου.
Η ζωή και ο θάνατος του Γεωργίου Καραϊσκάκη είναι μια από τις πιο συγκλονιστικές αλλά και πιο αποκαλυπτικές σελίδες της ιστορίας του ’21. Είναι μαζί και μια από τις πιο ορατές όψεις του μεγαλείου και της τραγωδίας των ελλήνων, όπως αυτή γράφτηκε με το αίμα, τις διώξεις, τον πόνο και τον αγνό πατριωτισμό των ταπεινών και κυνηγημένων ανθρώπων της φυλής μας.
Οι εσωτερικές αντιθέσεις, οι ταλαντεύσεις, οι συγκρούσεις, οι ώρες των ασυγκράτητων ύβρεων μιας γλώσσας που δεν ήξερε τι θα πει χαλινός και οι ώρες μιας βαθιάς σιωπής που στέναζε μέσα σε μιαν αβάσταχτη κι απερίγραπτη βουβή πίκρα.
Οι μεγαλόπρεπες κορυφώσεις και οι βασανιστικές υποχωρήσεις, η επική ανάβαση και ο λυρισμός των εκρήξεων και των εξομολογήσεων.
Οι πτυχές της ψυχής του δεν είναι παρά τα γνήσια χαρακτηριστικά ενός γένους που ξεχύνεται σαν χείμαρρος ξαφνικά και ξετινάζει τα μικρά και μεγάλα φράγματα της σύνεσης και της φρονιμάδας που ορθώνονται κι επανορθώνονται χρόνια μπροστά του.
Στο κελί της Σκουληκαριάς
Όλο το σκηνικό της γέννησης και της δράσης του Γεωργίου Καραϊσκάκη παραπέμπει σε αρχαίες τραγωδίες κι αναζητά έναν σύγχρονο τραγωδό.
Γεννήθηκε το 1782 στο μοναστήρι “Κοίμησις της Θεοτόκου” της Σκουληκαριάς. Μητέρα του ήταν η Ζωίτσα Ντιμισκή. Καρπός μιας ασυγχώρητης ερωτικής πράξης, πατέρα δε γνώρισε κι ίσως ποτέ στη ζωή του γι’ αυτόν να μην έμαθε και κανείς να μην του ’πε. Το Νίκο Πλακιά που τον έσπειρε, τον σκότωσαν τ’ αδέρφια της μάνας του, γιατί πρόσβαλε την τιμή τους. Τ’ αδέρφια της μάνας του που σκότωσαν για την αποκατάσταση της τιμής τους, τους σκότωσαν οι συγγενείς του Νίκου Πλακιά για να πάρουν εκδίκηση και να ξεπλύνουν με το αίμα τους τη ντροπή της φαμίλιας τους. Και το παιδί που γεννήθηκε και το κράτησε η μάνα του στη ζωή, φασκιωμένο μες στην απόγνωση και την απόρριψη, βρέθηκε να κλυδωνίζεται κι απελπισμένα, με νύχια και δόντια, να μάχεται να σωθεί μεγαλουργώντας, για να διώξει από πάνω του τις κηλίδες που οι άλλοι γέμισαν την ψυχή και την ύπαρξή του.
Από το κελί του Αγίου Γεωργίου Μαυροματίου…
Μια βδομάδα μετά τη γέννηση του παιδιού, ο ηγούμενος της μονής Καλλίνικος Τρίμπος, ντόπιος Σκουληκαρίτης, θείος της Ζωίτσας, στέλνει τη μητέρα του μαζί με το νεογέννητο στο μοναστήρι του Μαυροματίου Άγιο Γεώργιο, με τον ηγούμενο του οποίου διατηρούσε φιλικές σχέσεις. Τέσσερις μέρες έκανε να φτάσει στο Μαυρομάτι η Ζωίτσα ή Διαμάντω. Τέσσερα χρόνια έμεινε στο μοναστήρι με το παιδί της. Ο ηγούμενος το τάζει στον άγιο Γεώργιο και του δίνει το όνομά του.
…στην Τούνιστα Βάλτου
Όταν η Ζωίτσα Ντιμισκή παίρνει το δρόμο της επιστροφής για το χωριό της, όλα πλέον έχουν αλλάξει σ’ αυτό. Η πρώτη πράξη της τραγωδίας έχει κλείσει. Το χωριό ζει στον απόηχο των παθών και των φόνων. Αντί για τη Σκουληκαριά, παίρνει το δρόμο για την Τούνιστα (σήμερα Σταθάς) του Βάλτου, για να μπει και να δουλέψει στο πλούσιο σπίτι του συγγενή της Δημητρίου Ίσκου. Εκεί μεγαλώνει ανάμεσα στα ξαδέρφια του και στ’ άλλα παιδιά του χωριού ο μικρός και ατίθασος Γιώργος. Κι εκεί παίρνει το επίθετό του. Γεώργιος Ίσκος. Ισκάκης, γιατί ήταν αδύνατος και καχεκτικός. Καράς, γιατί ήταν μαυριδερός. Κατέληξε τέλος στο Καραϊσκάκης.
Στον κατατρεγμό και την περιπλάνηση
Δώδεκα χρονών γυρίζει ο Καραϊσκάκης με τη μητέρα του στο χωριό του. Δώδεκα χρονών σκοτώνει τον πρώτο τούρκο, του παίρνει τα όπλα και χάνεται σαν αγρίμι στις πλαγιές και χαράδρες της Σκουληκαριάς. Ακολουθώντας το μπουλούκι των κλεφτών του Φώτη Σκαλτσογιάννη κι έχοντας αχώριστη συντροφιά τον ξάδερφό του Νίκο Ντιμισκή και άλλους Σκουληκαρίτες, γυρόφερνε στη Σκουληκαριά, στα Ραδοβίζια, στα Τζουμέρκα, στο Βάλτο και στ’ Άγραφα, αρματωμένος σαν αστακός.
Στον Αλή πασά στα Γιάννενα
Σε μια σύγκρουση με τους Τούρκους συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Αλή πασά στα Γιάννενα.
Ο Αλής, κάνοντας το χατίρι του Δημητρίου Ίσκου και του Γώγου Μπακόλα, όχι μόνο δεν τον τιμώρησε, αλλά εκτιμώντας την εξυπνάδα του και τα πολεμικά του προσόντα, τον κατέταξε στην προσωπική του φρουρά.
Σε ηλικία 16 ετών παίρνει μέρος στην εκστρατεία του Αλή πασά κατά του Πασβάνογλου, όπου με το ψευδώνυμο Καρά Αλής, μπήκε στο κάστρο του Βιδινίου και βγήκε χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, εκτελώντας σοβαρή πολεμική αποστολή του Αλή πασά.
Στον Κατσαντώνη Eναντίον του σουλτάνου
Το 1811 πέφτει με προδοσία στα χέρια του Αλή πασά ο Κατσαντώνης, ο αετός των βουνών και της κλεφτουριάς. Και λίγα χρόνια αργότερα δολοφονείται και ο αδερφός του Λεπενιώτης. Τα κλέφτικα μπουλούκια αναγκάζονται να προσκυνήσουν τον Αλή. Θεριό γίνεται σαν τον βλέπει ο Αλής. Γιατί είχε σκοτώσει το φίλο του Βεληγκέγκα. “Τι θέλεις να σε κάνω, ορέ Καραϊσκάκη”, τον ρώτησε αγριεμένος κι αναταράζοντας τις πιστόλες του. “Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν με γνωρίζεις άξιο για υπηρέτη, κάνε με υπηρέτη. Αν δεν κάνω για τίποτε, ρίξε με μέσα στη λίμνη”, του απάντησε. Κι η απάντησή του τον έσωσε. Και τον έκανε αξιωματικό των τσοχατζαραίων. Πέντε μήνες πολεμά με το στρατό του Αλή εναντίον του σουλτάνου.
Στην οικογένεια
Η γυναίκα του Γκόλφω ήταν κόρη του Αλεξανδρογιαννάκη, της αρματολικής οικογένειας του Βάλτου. Διέμενε στα Γιάννενα και ζούσε στην αυλή του Αλή ως ψυχοκόρη του. Εκεί τη γνώρισε ο Καραϊσκάκης και την έκλεψε, φεύγοντας οριστικά από την υπηρεσία του Αλή. Η Γκόλφω του χάρισε τρία παιδιά, το Σπύρο και δύο θυγατέρες. Για την ασφάλεια μετέφερε την οικογένειά του στο νησάκι Κάλαμος, κοντά στο Αιτωλικό. Η γυναίκα του πέθανε τον Αύγουστο του 1826. Οι υποχρεώσεις προς την πατρίδα και τον επαναστατικό αγώνα δεν επέτρεψαν στον Καραϊσκάκη να μεταβεί στον Κάλαμο για να παρευρεθεί στην κηδεία της. Η πρώτη κόρη του, Πηνελόπη, παντρεύτηκε τον Ανδρέα Νοταρά και η δεύτερη, η Ελένη, τον Ι. Δεληγιάννη.
Στη φωτιά του αγώνα των Αρτινών για τη λευτεριά
Λίγο πριν ανάψει το καριοφίλι της λευτεριάς, αφήνει τον Αλή και τα Γιάννενα κι έρχεται στο χωριό του, τη Σκουληκαριά. Ξεσηκωμένος ο κόσμος, περιμένει το σύνθημα. Εξουσιοδοτημένος απ’ το Γώγο Μπακόλα, παίρνει μέρος στη σύσκεψη των Φιλικών στη Λευκάδα. Εκεί στις 30 Γενάρη 1821, Κυριακή των απόκρεω, παίρνει εντολή να ηγηθεί του αγώνα στη Δυτική Στερεά.
Στις 22 Μαρτίου 1821 κηρύσσει την επανάσταση στο Βουργαρέλι Άρτας. Ολόκληρη φάλαγγα τούρκων εξολοθρεύεται στο μοναστήρι “ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ” και το πολεμικό υλικό της πέφτει στα χέρια του. Στις 30 Μαΐου χτυπά έξω απ’ το Κομπότι ενέδρα των τούρκων και σώζει από βέβαιη αιχμαλωσία απόσπασμα Ελλήνων και Αλβανών επαναστατών που βάδιζαν ανυποψίαστοι προς το χωριό, νομίζοντας πως αυτό είχε πέσει στα χέρια των Ελλήνων.
Στις 8 Ιουνίου με λίγους μονάχα πολεμιστές διαλύει στο Κομπότι στρατόπεδο 3000 Τούρκων και αναγκάζει τους διασκορπισμένους άντρες του να κλειστούν στο ναό του Αγίου Γεωργίου και σ’ άλλα κτίρια για να σωθούν. Εκεί βρίζοντας και χλευάζοντας τους τούρκους, σήκωσε τη φουστανέλα του και τους έδειχνε τα οπίσθιά του. Ένας τούρκος τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε. η μάχη της Άρτας Με βοηθό του τον Γιάννη Μακρυγιάννη και 300 παλικάρια χτυπά την τουρκική φρουρά του Νεοχωρίου και τη διαλύει. Συγκεντρώνει Τρόφιμα και στρατολογεί από εκεί παλικάρια, για τη μεγάλη ώρα που πλησιάζει: τη μάχη της Άρτας. αφάνισε το σταθμό των Τούρκων στο Μεσόπυργο Άρτας μαζί με τον θείο του Γώγο Μπακόλα. Στις 15 Νοεμβρίου το πρωί αρχίζει η μάχη της Άρτας. Η πόλη καταλαμβάνεται απ’ τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι κλείνονται στο Κάστρο, στη Μητρόπολη και σε πέντε περιτοιχισμένα σπίτια. Ο Καραϊσκάκης επιτίθεται παρέα με τον Μάρκο Μπότσαρη από το Μαράτι. Φθάνει στο θρυλικό γεφύρι, το καταλαμβάνει και αρπάζει τα κανόνια των Τούρκων, οι οποίοι τρέπονται σε φυγή. Καραϊσκάκης και Μάρκος μπαίνουν πρώτοι στην Πόλη και αφήνουν με τον ηρωισμό τους άφωνους τους άλλους αγωνιστές. “Μα την πατρίδα, αυτείνοι δεν ήταν άνθρωποι, ήταν αητοί στα ποδάρια και λιοντάρια στην καρδιά!” Ένα τουφέκι ρίξαν εις τους Τούρκους και βγάλανε τα σπαθιά· και τους αφάνισαν και τους έμπασαν μέσα εις την χώρα», αφηγείται ο Γιάννης Μακρυγιάννης, που τους έβλεπε και τους καμάρωνε από κοντά. Αρχές Φλεβάρη του 1822 Καραϊσκάκης και Γώγος Μπακόλας αφανίζουν τη φρουρά των Τούρκων στον Πύργο της Σουμερού (Μεσόπυργο) στο Γάβρογο. Τέλος, στις 4 Ιουλίου του ιδίου έτους, οι ίδιοι πρωταγωνιστές πήραν μέρος με πολλούς Φιλέλληνες στην ατυχή μάχη του Πέτα.
Οι μεγάλες στιγμές
Η ανδρεία του και η λαϊκότητά του τον έκαναν μύθο και θρύλο. Γι’ αυτό και γοήτευε και συνέπαιρνε τους απλούς μαχητές που συνέρεαν και γέμιζαν τα στρατόπεδα των ατάκτων του. Τα παλικάρια ορκίζονταν στ’ όνομά του. Γιατί σ’ όλη τη σκληρή του διαδρομή στα σώματα των κλεφτοκαπεταναίων και από τις πρώτες του κιόλας αναμετρήσεις με τους εχθρούς στα βουνά της γενέθλιας γης, άλλο δεν έκανε παρά να μπαίνει στις μάχες μπροστά και να μοιράζεται με τους συντρόφους του τη ζωή και το θάνατο εξίσου και όλα αυτά μέσα από αντίξοες συνθήκες. Με κλονισμένη την υγεία του και τον κατατρεγμό των εχθρών του ιδιαίτερα του Α. Μαυροκορδάτου, που ως διευθυντής της Δυτικής Ελλάδος την άνοιξη του 1824 τον πέρασε από δίκη στο Αιτωλικό για εσχάτη προδοσία. Και κανείς στρατηγός δεν ευτύχησε σαν αυτόν να βλέπει να συρρέουν τα πλήθη κοντά του και, οδηγημένα απ’ τη βεβαιότητα της πανάκριβης πείρας του και το σπινθηροβόλο του βλέμμα, να προχωρούν από νίκη σε νίκη, τη στιγμή που έφτασαν όλα να κρέμονται από μία κλωστή κι ελπίδα στον προσκυνημένο ραγιά να μη μένει.
Στο Χαϊδάρι (8 Αυγούστου 1826)
Αναμετρήθηκε με οχτώ χιλιάδες πεζούς και δύο χιλιάδες ιππείς του Κιουταχή. Οι άλλοι συμπολεμιστές τους τα χάνουν μπροστά σε τόσο στρατό που βαδίζει συγκροτημένος, αποφασισμένος και βέβαιος για τη νίκη. Ο Καραϊσκάκης περνούσε τα οχυρώματα και εμψύχωνε τους στρατιώτες του. Με διακόσιους αγωνιστές χύνεται ο ίδιος απάνω τους και τους γυρίζει πίσω, σώζοντας το στρατόπεδο από την καταστροφή. Στην Αράχοβα (Νοέμβρης 1826) Πετιέται απ’ το γιατάκι του άρρωστος από φθίση και πιάνει το γιαταγάνι του, γυρίζοντας σα δαιμονισμένος μες στο χωριό και ξεσηκώνοντας τους αγωνιστές που μπήκαν στα σπίτια για να προστατευτούν απ’ το χιόνι. Στιγμή κρίσιμη για την τύχη του στρατοπέδου του και του αγώνα. Χτυπιέται με δύο χιλιάδες εχθρούς. Γλίτωσαν περίπου τριακόσιοι. Η κατάσταση σώθηκε. Οι ελπίδες αναπτερώθηκαν. Ο αγώνας οδηγεί προς την ελευθερία.
Στο Κερατσίνι (Μάρτης 1827)
Τρεις με τέσσερις χιλιάδες Τουρκαρβανίτες οδηγεί ο Κιουταχής στο Κερατσίνι για να διαλύσει το στρατόπεδο των ελλήνων. Αντιστέκονται τέσσερις ώρες στο σκληρό σφυροκόπημα των κανονιών του. και τους αφήνουν να πλησιάσουν στα ταμπούρια τους. μια χούφτα οι έλληνες μπρος στη δύναμη του εχθρού. Τους στήνει καρτέρι ο στρατηγός. Και τους διαλύει. Μια νίκη λαμπρή που την είχε ανάγκη η πατρίδα στις δύσκολες ώρες.
Το τραγικό τέλος
Ήταν στο Φάληρο. 22 Απρίλη 1827. Και το σχέδιο οργανωμένο για το χτύπημα του εχθρού που βρίσκεται εκεί. Το μεσημέρι έφαγε λίγο ψωμί και ξάπλωσε να ησυχάσει. Η διαταγή του ήταν σαφής: να αποφύγουν οι στρατιώτες του κάθε σύγκρουση με τον εχθρό. Δεν πρόλαβε να ησυχάσει όταν άκουσε πυροβολισμούς. Πετάχτηκε απ’ το στρώμα του. Του μηνούν πως οι δικοί του χτυπιούνται με τους άλλους. Καβαλάει τ’ άλογό του και τρέχει οργισμένος στη μάχη. Γυρίζουν πίσω οι Τούρκοι. Ήταν 4 το απόγευμα. Ένα βόλι χτυπά το βουβώνα του. Δεν είναι τίποτα, λέει. Μα ήταν το τέλος του. “Επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, εγνώριζε τον αίτιον και αν ήθελε ζήσει, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον”, γράφει ο βιογράφος του Δημήτριος Αινιάν. Στις 4 το πρωί της 23ης Απρίλη του 1827, πριν ξημερώσει του Αγίου Γεωργίου, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης παραδόθηκε στο βόλι του θανάτου. Τον έκλαψε η Ρωμιοσύνη. Και τον τίμησε και τον αποχαιρέτησε σαν πατέρα της και θρήνησε την απουσία του. Τάφηκε κατ’ επιθυμίαν του στο ναό του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα.
Γεννηθείς εν Άρτη – Ιστορικές Πηγές
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και γεννήθηκε και έδρασε στη Σκουληκαριά της Άρτας. Στη Σκουληκαριά που ήταν η γενέτειρά του και την ένιωθε για πραγματική του πατρίδα. Ποτέ δε συνήψε κανέναν συναισθηματικό και συγγενικό δεσμό ούτε με το Μαυρομάτι ούτε με την ευρύτερη περιοχή της Καρδίτσας. Καμιά του πολεμική δραστηριότητα δε σημειώθηκε στα μέρη αυτά. O χώρος της στρατιωτικής και πολεμικής του δράσης ήταν η Σκουληκαριά, τα όρη του Βάλτου και η περιοχή του Καρπενησίου και των Αγράφων. Πέραν αυτών των αναμφισβήτητων ιστορικών γεγονότων, έγκυροι μελετητές δε διατηρούν καμιά αμφιβολία για τον τόπο γέννησης του Γεωργίου Καραϊσκάκη.
Ο αγωνιστής Γιάννης Μακρυγιάννης σημειώνει σε γράμμα του προς τον κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια: “Μετρούμεν ενδόξως υπέρ πατρίδος πεσόντας περίπου των 400 Αρτινών Αγωνιστών, στους οποίους συγκαταλέγεται και ο αείμνηστος Γεώργιος Καραϊσκάκης”.
Ο ιταλός δημοσιογράφος Ιωσήφ Πέκκιο σημειώνει το 1826 πως, όταν επισκέφτηκε τον Καραϊσκάκη στο Άργος το 1825 και τον ρώτησε για τον τόπο της γέννησής του, αυτός του απάντησε ότι είναι Ηπειρώτης, που γεννήθηκε στην Άρταν.
Ο F.C.H.L POUQYEVILLE, γενικός πρόξενος στον Αλή πασά, ιστορικός, συγγραφέας κλπ. γράφει: “Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννηθείς το έτος 1782 εις Σκούλι της Καρυάς εν τη επαρχία Άρτης ήτο υιός καλογραίας”.
Ο βιογράφος, συμπολεμιστής και ιδιαίτερος γραμματέας του Δημήτριος Αινιάν γράφει: “Ο Καραϊσκάκης εγεννήθη εις το 1782 έτος. Η μήτηρ του ήτον καλογραία γεννημένη εις το χωρίον Σκουληκαριάν της επαρχίας Άρτας”.
Ο εθνικός ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει: “Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εγεννήθη το 1782 εις Σκουληκαρυάν (ή Σκωληκοκαρυάν) της επαρχίας Άρτας από μοναχής τινός”.
Ο K. MENDELSSOHN – BARTHOLDY γράφει το 1894 στην Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως: “Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννηθείς εν Σκουληκαριά της επαρχίας Άρτης εν έτει 1782 ήτο υιός καλογρέας, πατρός δε αγνώστου”.
Ο Π. Κανελλόπουλος, ακαδημαϊκός, καθηγητής πανεπιστημίου και πρωθυπουργός της Ελλάδας γράφει στην Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος το 1976: “Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης είχε γεννηθεί σε ένα χωριό της περιοχής της Άρτας”.
Ο Γεώργιος Γαζής, βιογράφος, πρώην γραμματέας, μυστικός σύμβουλος και χιλίαρχος του στρατηγού Καραϊσκάκη, γράφει στην Αίγινατο 1828: “Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κατήγετο από την Άρταν (εξ Αμφιλοχίας) από χωρίον Σκουληκαριάν”.
Σημειώνουμε εδώ πως ο Χρ. Περραιβός, θεσσαλός στρατιωτικός, στα πολεμικά του απομνημονεύματα διασώζει μια διαφορετική παράδοση της περιοχής Μαυροματίου Καρδίτσας, ότι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε σε μια σπηλιά κοντά στο Μουζάκι. Τη γνώμη του ακολουθεί και ο Δ. Σουρμελής και αργότερα ο Γ. Βλαχογιάννης.
Νομοθετική ρύθμιση – Εκδηλώσεις
Ο Δήμος Γεωργίου Καραϊσκάκη, με τη συνεργασία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Άρτας, έχει θεσμοθετήσει και καθιερώσει προς τιμή του ήρωα σειρά εκδηλώσεων με τον τίτλο “Καραϊσκάκεια”, οι οποίες τελούνται στη Σκουληκαριά, γενέτειρα και πατρίδα του, κάθε χρόνο το μήνα Ιούλιο. Σκοπός τους είναι η προβολή και η ανάδειξη του έργου και της προσωπικότητας του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, ενός ανθρώπου που ακολούθησε τη φωνή της ψυχής του και αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην ιδέα του αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας.
Αντί επιλόγου
Αν γράφονταν κάπως αλλιώς οι ιστορίες κι αν είχαμε μάτια που την άντεχαν την αλήθεια και νου ξάστερο κι αισθήματα ανθρώπινα που τ’ αγαπούσαν το δίκιο και το ’θελαν, ίσως αυτό το γενναίο παλικάρι που δε γνώρισε τη θαλπωρή του σπιτιού, μα γεύτηκε μόνο την περιπλάνηση και την τιμωρία κι είχε τη δύναμη, ωστόσο, να λυγίσει τα σίδερα και να σπάσει τα σύρματα που τον έσφιγγαν γύρω του, αυτό, λοιπόν, το παιδί τ’ ορφανό και το μόνο, το παιδί αυτό της άλλης μας μοίρας θα το υιοθετούσαμε σαν του έθνους παιδί και θα το γράφαμε στα δημοτολόγια της μεγάλης πατρίδας ως έναν αλλιώτικον άγιο, που του πρέπουν ανθηρές τελετές κι ευλογίες και δόξες αμάραντες.
Κείμενα και ιστορική έρευνα
Δημήτρης Βλαχοπάνος