Γέφυρα Κοράκου
Η Γέφυρα Κοράκου ήταν το μεγαλύτερο μονότοξο γιοφύρι των Βαλκανίων. Έζησε για 435 χρόνια αντέχοντας τους σεισμούς και τις μανιασμένες κατεβασιές του Αχελώου μέχρι που έπεσε θύμα του Εμφυλίου. Είχε άνοιγμα 48 μέτρα και ύψος 25 μέτρα.
Ιστορικό μνημείο που βρίσκεται στην περιοχή των Πηγών Άρτας, με μέγιστη ιστορική και πολιτιστική σημασία, είναι η γέφυρα Κοράκου. Πολύπλευρες και αξιόπιστες πληροφορίες για το ιστορικό αυτό γεφύρι υπάρχουν σε ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής βιβλιογραφίας, τις περισσότερες όμως μας δίνει ο πολυγραφότατος Σπύρος Μαντάς στο βιβλίο του «Τα ηπειρώτικα γεφύρια»:
Για τον ταξιδιώτη της εποχής, το πέρασμα από την Ήπειρο στη Θεσσαλία (και το αντίστροφο) υπήρξε πάντα μια μεγάλη περιπέτεια. Εκτός από τα ψηλά απότομα βουνά και την αγριότητα των Αγράφων είχε να αντιμετωπίσει και τον Αχελώο, τον μεγαλύτερο μέσα στο ελληνικό έδαφος ποταμό. Δεκάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να τον διασχίσουν, ενώ ένα σωρό μύθοι, πολλοί απ’ τους οποίους έρχονται από τα αρχαία ακόμα χρόνια, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να τονίζουν περισσότερο τις επικίνδυνες «ιδιοτροπίες» του.
Ένα από τα λίγα γεφύρια που τούτο το ποτάμι ανέχτηκε να το «ζεύξουν» ήταν και το γεφύρι του Κοράκου, το μεγαλύτερο μονότοξο σε όλη την Ήπειρο. Χρειάστηκε να σηκωθεί η καμάρα του 25 ολόκληρα μέτρα πάνω από τα νερά και να ανοιχτεί στα 45, για να μπορέσει έτσι να ενώσει το Πετρωτό (Λιάσκοβο) της Θεσσαλίας με τις Πηγές (Βρεστενίτσα) της Άρτας, αποκαθιστώντας ταυτόχρονα την επικοινωνία και δεκάδων άλλων χωριών της περιοχής. Μάλιστα οι γύρω κάτοικοι ήταν τόσο δεμένοι μαζί του, ώστε σήμερα, περισσότερο από 50 χρόνια μετά την καταστροφή του, να συνεχίζουν να αναφέρονται σε αυτό, και να διηγούνται τους παράξενους θρύλους του.
Το έχτισε το 1514 με 1515, σ’ ένα φοβερό βραχοστένωμα του ποταμού, ο αρχιεπίσκοπος Λάρισας Βησσαρίωνας. Που λέγεται ότι για να εξοικονομήσει τα απαραίτητα για την κατασκευή του χρήματα, αναγκάστηκε να περιοδεύσει τα Βαλκάνια από άκρη σε άκρη. Από ένα παλιό, σχεδόν κατεστραμμένο χειρόγραφο που βρήκε κάποιος δάσκαλος της περιοχής, μπορέσαμε να μάθουμε και τη συνέχεια της ιστορίας.
Όταν επέστρεψε ο Άγιος Βησσαρίωνας στη γέφυρα του Κοράκου βρήκε τους κτίστες στο σημείο που θα έκλειναν το τόξο της γέφυρας. Κατά σατανική σύμπτωση την ημέρα εκείνη έγινε τρομερός σεισμός και η γέφυρα γκρεμίστηκε συθέμελα. Ο πρωτομάστορας απογοητεύτηκε αλλά του Αγίου Βησσαρίωνα η πίστη δεν κλονίστηκε, «ο διάβολος έκαμε τη δουλειά του δια να μας κουράσει περισσότερο» είπε. Πλήρωσε στη συνέχεια τους μαστόρους και τους συνέστησε να ξεκινήσουν και πάλι το κτίσιμο από τα θεμέλια. Οι κτίστες όμως ήταν διστακτικοί, γιατί αμφέβαλαν αν υπήρχαν χρήματα για να πληρωθεί το έργο από την αρχή. Και τότε ο Άγιος που αντιλήφθηκε που οφείλονταν οι δισταγμοί τους, έβγαλε από την τσέπη του μια χούφτα χρυσά νομίσματα και τα πέταξε στην κοίτη του ποταμού. Αυτό ήταν όλο και το έργο ξανάρχισε, ξανάρχισε όμως και ο πονοκέφαλος του Αγίου, ο οποίος δεν είχε ούτε μια δεκάρα πέρα απ’ όσα σκόρπισε στο ποτάμι. Καινούργιο ταξίδι επιχειρεί ο Άγιος στην Ουκρανία και Τσεχοσλοβακία αυτή τη φορά και ύστερα από μερικούς μήνες περιοδεία ξαναγυρίζει στο γεφύρι.
Ήταν τώρα τελειωμένο το έργο και αμέσως όρισε μέρα για τα εγκαίνια στα οποία μαζεύτηκε πλήθος κόσμου από τα γύρω χωριά. Και ο Άγιος αφού πλήρωσε τους μαστόρους παρουσία του πλήθους στάθηκε στο μέσο του τόξου της γέφυρας, έψαλε τον αγιασμό, κι έριξε τον σταυρό στο ποτάμι. Στο λόγο που εκφώνησε εκείνη την ώρα απευθύνθηκε ιδιαίτερα προς τους κατοίκους των Πηγών (Βρεστενίτσης) Άρτας που ήταν οι πλησιέστεροι στο γεφύρι και τους είπε: «Πάντοτε να προσέχετε το γεφύρι, να επιδιορθώνετε τη φθορά του. Καθόλου δεν θέλω από τα έσοδα της εκκλησίας σας στη Μητρόπολη μου. Πάντοτε θα είμαι κοντά σας και θα σας προστατεύω…»
Προέλευση της ονομασίας της γέφυρας
Αλλά μεγάλο ενδιαφέρον κρύβει και η ονομασία τούτου του γεφυριού. Ο πάντα παρατηρητικός Ιωάννης Λαμπρίδης γράφει πως «ονομάσθη δ’ ούτος εκ του από το μέσο ταύτης κρεμασμένου σιδηρού κόρακος» ενώ ο Σεραφείμ Ξενόπουλος πιστεύει ότι : «… εστηριμένη ούσα παράδοξος επί δυο βουνών, εν τω μέσω των οποίων ο μέγιστος της Ελλάδος ποταμός Αχελώος, καλείται του Κοράκου, διότι ως λέγεται ο διερχόμενος αυτήν φαίνεται ένεκα υπερβολικού ύψους αυτής, ως τι κόραξ κάτωθεν…». Και με τις δυο όμως αυτές γνώμες φαίνεται να διαφωνεί η παράδοση εντελώς. Του Λαμπρίδη την απορρίπτει, του Ξενόπουλου την «προεκτείνει» προτείνοντας τις δικές της διαφορετικές εξηγήσεις.
Ρίχνοντας ο Άγιος Βησσαρίωνας τον σταυρό στο ποτάμι, υποστηρίζει η πρώτη εκδοχή, θέλησε να μάθει πως φαινόταν ανεβασμένος πάνω στην τεράστια καμάρα. «Σαν κόρακας δέσποτα», απάντησε γελώντας το πλήθος (κατά άλλη εκδοχή ο πρωτομάστορας), που έχοντας καλύψει τους γύρω χώρους παρακολουθούσε την τελετή με ενθουσιασμό. «Αϊ, γεφύρι του Κόρακα ας είναι τότε το όνομά του» αποφάσισε και ο μητροπολίτης.
Υπάρχει όμως και μια διαφορετική εξήγηση: Όταν τελείωσε λέει το γεφύρι, όλα τα ξύλα που είχαν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του (σκαλωσιές, υποστηρίγματα, κρεβάτια, καλούπια), πήραν από άγνωστη αιτία φωτιά, προτού ακόμα προλάβουν οι μάστορες να τα απομακρύνουν. Αποτέλεσμα ήταν ο πολύς καπνός να το καταμαυρίσει και έτσι σιγά-σιγά να του κολλήσουν και το παράξενο όνομα.
Τέλος μια τρίτη ιστορία με λιγότερη ίσως φαντασία αλλά με μεγαλύτερη πειστικότητα μιλάει για ένα αληθινό τούτη τη φορά κοράκι, που όταν τελείωσε ο αγιασμός πήγε και στάθηκε πάνω στην καμάρα προκαλώντας την έκπληξη του κόσμου και στη συνέχεια την αυθόρμητη αντίδραση του:
Τ’ έχεις καημένε κόρακα και σκούζεις και φωνάζεις;
Μήνα διψάς για αίματα για τούρκικα κεφάλια;
Πέτα ψηλά κατ’ Άγραφα στου Άσπρου το γεφύρι
να φας κρέας από κατή και πλατ’ από βοϊβόντα.
Το τραγούδι και η μισοκατεστραμμένη σήμερα δίπλα από το γεφύρι κούλια (δηλ. το φυλάκιο), η μια από τις δύο που υπήρχαν άλλοτε, αποτελούν απόηχο και χειροπιαστό σημάδι αντίστοιχα των γεγονότων που διαδραματίστηκαν κατά καιρούς πάνω στο σημαντικό αυτό πέρασμα.
Η Γέφυρα Κοράκου επίκεντρο συγκρούσεων
Από το 18ο κιόλας αιώνα, οι θρυλικοί κλεφτοαρματολοί Μπουκοβαλαίοι έδωσαν άγριες μάχες στα σκαλοπάτια του, ενώ στην τοπική επανάσταση του 1866 αποτέλεσε το μόνιμο θέατρο των συγκρούσεων ανάμεσα στους εξεγερθέντες κατοίκους του Ραδοβιζίου και τους Τούρκους. Οι τελευταίοι μαζί με άτακτους Αλβανούς, ζητούσαν όχι μόνο να αποκαταστήσουν την τάξη στην περιοχή αλλά και να στείλουν ενισχύσεις στα απέναντι Άγραφα όπου ο αγώνας είχε φουντώσει για τα καλά.
Στο βιβλίο «ΗΠΕΙΡΟΣ – Εκκλησίες και Μοναστήρια» της Νίτσας Σινίκη-Παπακώστα και στην αναφορά για τη μάχη του Σέλτσου, διαβάζουμε: «Τα περισσότερα γυναικόπαιδα έπεσαν στο γκρεμό. Όσοι μπόρεσαν να φτάσουν μέχρι το ποτάμι, με την ελπίδα να περάσουν απέναντι στη Θεσσαλία, πνίγηκαν ή σκοτώθηκαν από τους Τούρκους που τους περίμεναν στη γέφυρα Κόρακου». Και ο Πουκεβίλ αναφέρει: «Χωρίς αμφιβολία η γέφυρα Κοράκου θα υπενθυμίζει για πολύ καιρό τα τελευταία τέκνα του Σουλίου που χάθηκαν το 1804 στις όχθες του Αχελώου. Οι δύστυχοι! Εδώ θα έπρεπε να έχει στηθεί ένα μνημείο γι ‘ αυτούς που να υπενθυμίζει τη θυσία και το θάνατο τους. Ωστόσο δεν τους πρόσφεραν τίποτε άλλο παρά μια αιματηρή σελίδα στην Ιστορία της Ελλάδος τον τελευταίο χρόνο».
Από αυτή τη γέφυρα πέρασε ο Καραϊσκάκης το Δεκέμβριο του 1823 ως αρματολός των Αγράφων, επικεφαλής 800 πολεμιστών και διαμέσου Βρεστενίτσας, Γρέβιας και Σουμερούς διήλθε τη γέφυρα Τατάρνας του Βάλτου για να δώσει τη μάχη του Σοβολάκου.
Ας πάρουμε όμως και μία ιδέα από τις πολεμικές συγκρούσεις που έγιναν στη γέφυρα Κοράκου το 1866 κατά την εξέγερση των Ραδοβυζινών εναντίον των Τούρκων κατακτητών, όπως τις περιγράφει ο Δημήτριος Καρατζένης στο βιβλίο του «Αι επαναστάσεις της Άρτης του 1866 και 1878»:
Την 22 Δεκεμβρίου 1866, δύναμη 600 Τούρκων στρατιωτών υπό τον Χατζήν – Εμίν Μπέη και ένα σώμα 400 Αλβανών αναχωρούν από την Άρτα για τη Μπότση, με σκοπό να καταπνίξουν την εξέγερση και εν συνεχεία αφού ελευθερώσουν τη γέφυρα Κοράκου να προελάσουν προς τη Θεσσαλία όπου θα χτυπούσαν το αναπτυσσόμενο καθημερινά επικίνδυνα, Θεσσαλικό κίνημα.
Το μεσημέρι της 26-12-1866 ο Εμίν Μπέης φθάνει στη Γρέβια, όπου διασπάται σε δυο τμήματα. Το ένα θα έφθανε μέσω της οροσειράς Νιγκόζι στη Βρεστενίτσα όπου θα έκανε επίθεση, το δε άλλο από παραποτάμια ατραπό θα έφθανε στα Κονάτσια, όπου θα επιτεθόταν στη φρουρά της γέφυρας που την αποτελούσαν 70 άνδρες υπό τον Ιωάννη Κοντονίκα. Ο Εμίν Μπέης πιστεύοντας (από πληροφορίες που είχε) ότι θα εκδηλώνονταν ταυτόχρονη επίθεση του Χαλίλ Πασά από τη Θεσσαλική πλευρά, διατάσσει γενική επίθεση κατά της φρουράς της γέφυρας. Οι επαναστάτες μάχονται γενναία και αποκρούουν όλες τις επιθέσεις. Σε μια στιγμή έπαψαν να πυροβολούν και προσποιήθηκαν υποχώρηση οπότε οι Τούρκοι παίρνοντας θάρρος όρμησαν να περάσουν τη γέφυρα. Μόλις όμως άρχισαν να διέρχονται, δέχτηκαν ομοβροντία πυροβολισμών εκ μέρους των θεσσαλικών τμημάτων που κατείχαν το αριστερό μέρος της γέφυρας υπό τον Γεώργιο Αλεξανδρή, ενώ ταυτόχρονα επαναλάμβανε εκ των όπισθεν την επίθεση η φρουρά του Κοντονίκα. Οι Τούρκοι αιφνιδιασμένοι υποχώρησαν αφήνοντας στη γέφυρα πέντε νεκρούς και εννέα τραυματίες. Από την πλευρά των επαναστατών υπήρχαν μόνο δυο τραυματίες. Η μάχη διάρκεσε επτά ώρες. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι κατά τη μάχη τραυματίστηκε ο Εμίν Μπέης. Το τμήμα των Τούρκων που επιτέθηκε κατά του στρατοπέδου της Βρεστενίτσας δεν είχε καλύτερη τύχη. Μετά από πολύωρη άκαρπη επίθεση αντιμετωπίζοντας την αποφασιστικότητα, το θάρρος και τη γενναιότητα των επαναστατών της Βρεστενίτσας, αναγκάστηκαν να τραπούν σε άτακτη φυγή και να επιστρέψουν στη Γρέβια κατά τις νυκτερινές ώρες.
Τα τμήματα τα οποία μετά την οπισθοχώρηση είχαν σταθμεύσει στην περιοχή Γρέβιας – Μηλιανών, την επόμενη μέρα 28-12-1866 πραγματοποίησαν δεύτερη επίθεση κατά των επαναστατών στη γέφυρα Κοράκου, οι οποίοι όμως κατά τη διάρκεια της νύχτας είχαν ενισχυθεί. Από το πρωί έλαβε χώρα, πολύωρη πεισματώδης μάχη, από την οποία οι Τούρκοι βγήκαν ηττημένοι, αναγκαζόμενοι να υποχωρήσουν στη Μπότση, αφού άφησαν στο πεδίο της μάχης πέντε νεκρούς, ενώ δέκα τραυματίες τούς μετέφεραν στην Άρτα.
Οι αποτυχίες αυτές συντάραξαν την Στρατιωτική Διοίκηση Ηπείρου η οποία σε συνεννόηση με το Στρατιωτικό Διοικητή Ηπείρου έστειλε στο Ραδοβύζι 200 εφέδρους και 200 Αλβανούς. Στις 5-1-1867 φθάνει στη γέφυρα Κοράκου ως απεσταλμένος των Μεγάλων Δυνάμεων ο Γάλλος Πρόξενος στην Ήπειρο Σαμπουαζώ*, με συνοδεία πενήντα Τούρκων ιππέων για να ελέγξει την κατάσταση από κοντά. Η θέση του όμως ήταν σαφής υπέρ των Τούρκων γι’ αυτό αναχώρησε χωρίς αποτέλεσμα.
*Στο αρχικό κείμενο αναφέρεται ως Σιαμπουασώ.
Η ανατίναξη της γέφυρας του Κοράκου
Από αυτό το ξακουστό γεφύρι που θεωρήθηκε το μεγαλύτερο μονότοξο των Βαλκανίων ανοίγματος 45 μέτρων και αποτελούσε για αιώνες το συνδετικό κρίκο της Θεσσαλίας με την Άρτα και την Ήπειρο έχουν μείνει μόνο τα δυο του ακρόβαθρά του στις όχθες του Αχελώου. Το στρατηγικής σημασίας γεφύρι ανατινάχτηκε από τους αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια Εμφυλίου πολέμου. Κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού το 1949 εναντίον των ανταρτών του ΕΛΑΣ, καθώς και οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν πετύχει σημαντικές προόδους στην περιοχή του Βάλτου και είχαν εξασφαλίσει τον έλεγχο των γεφυριών, ο όγκος των δυνάμεων των ανταρτών που ανήκαν στο κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος στράφηκε προς πιο βόρεια περάσματα, στην περιοχή του χωριού Πηγές, όπου η γέφυρα του Κόρακου εξακολουθούσε να είναι ελεύθερη.
Στις 27 Μαρτίου του 1949 ήταν όλα συγκεχυμένα. Όσον αφορά την κυβερνητική πλευρά, εξακολουθούσαν να καταφθάνουν από παντού ενισχύσεις και ξεκούραστα τμήματα του πεζικού και ΛΟΚ. Τα περισσότερα από τα περάσματα του ποταμού είχαν ήδη κλείσει και φυλάγονταν συχνά, με ενέδρες, από στρατιωτικά τμήματα. Η XV μεραρχία από τα ανατολικά προωθούσε όσες δυνάμεις μπορούσε προς τον Αχελώο, με αποτέλεσμα η ηγεσία των ανταρτών του ΕΛΑΣ να μη γνωρίζει πλέον που βρίσκεται ο εχθρός και ποιο δρομολόγιο παρείχε τη μεγαλύτερη ασφάλεια. Εξάλλου η κατάσταση των ανταρτών του ΕΛΑΣ άγγιζε τα έσχατα όρια αντοχής. Μετά από πολυήμερες πορείες σε δύσκολο περιβάλλον, συνεχείς μάχες με κατά πολύ ισχυρότερες εχθρικές μονάδες, χωρίς πληροφορίες και ανεφοδιασμό σε έναν εχθρικό χώρο, ελάχιστες από τις δυνάμεις του Κλιμακίου Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος μπορούσαν πλέον να θεωρηθούν αξιόμαχες. Η δύναμη της απελπισίας ήταν βασική κινητήρια πλέον. Πολλοί μαχητές διέρρεαν και από αυτούς οι περισσότεροι παραδίδονταν στον Εθνικό Στρατό ή συλλαμβάνονταν από αυτόν. Με τον τρόπο αυτό η κατάσταση και οι προθέσεις των ανταρτών ήταν απόλυτα γνωστές στους αντιπάλους τους.
Στις 27 Μαρτίου οι κύριες δυνάμεις των ανταρτών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ που ανήκαν στο Κλιμάκιο του Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος βρισκόταν στο χωριό Πηγές, στη δυτική πλευρά του Αχελώου, πάνω από τις απόκρημνες όχθες του ποταμού. Στο βάθος της κοιλάδας υπήρχε το μοναδικό πέρασμα που ο στρατός δεν είχε ακόμα καταλάβει, η γέφυρα του Κοράκου, κτίσμα με ιστορία πολλών αιώνων, ανίκανο πλέον να υπηρετήσει το πέρασμα ενός σύγχρονου στρατού, αρκετό όμως για να εξασφαλίσει τη διάσωση των ταλαιπωρημένων ανταρτών. Στη διάρκεια της νύχτας υπήρξε ένας μικρός δισταγμός στις τάξεις των τελευταίων, καθώς δεν γνώριζαν με βεβαιότητα αν κατεχόταν ή όχι το γεφύρι, αφού ο Εθνικός στρατός ερχόταν πλέον από παντού και καμιά εκτίμηση των θέσεών του δεν μπορούσε να γίνει. Στην περίπτωση δε που το γεφύρι φυλασσόταν και υπήρχαν ενέδρες ολόγυρα, οι αντάρτες κινδύνευαν να βρεθούν κυκλωμένοι στο στενό χώρο της κοιλάδας, με τον εχθρό να δεσπόζει και χωρίς καμιά διέξοδο διαφυγής. Έτσι το πέρασμα του γεφυριού έγινε αναγκαστικά με το φως της μέρας.
Οι αντίπαλοι ανακάλυψαν σχεδόν ταυτόχρονα ότι ο πόρος ήταν ανοικτός. Οι πρώτοι αντάρτες πέρασαν στην αντίπερα όχθη και οργάνωσαν κάποιες στοιχειώδεις αμυντικές θέσεις ενώ το μηχανικό των ανταρτών προετοίμασε την ανατίναξη του, ώστε να μην επιτρέψει τη γρήγορη συνένωση των κυβερνητικών δυνάμεων που δρούσαν στις δυο όχθες του ποταμού. Ταυτόχρονα η αεροπορία, αφού εξακρίβωσε την κατάσταση, έστρεψε προς εκείνο το σημείο όλες τις διαθέσιμες επίγειες και εναέριες δυνάμεις των κυβερνητικών. Πολύ γρήγορα η περιοχή μεταβλήθηκε σε κόλαση. Προς τη γέφυρα κινήθηκαν όλες οι μονάδες των ανταρτών του ΕΛΑΣ, ακόμη και εκείνες που βρίσκονταν σε άλλα σημεία του ποταμού προς αναζήτηση πόρου.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν όλες οι κυβερνητικές δυνάμεις με αποτέλεσμα αδιάκοπες συγκρούσεις με ασαφές περίγραμμα σε ολόκληρη την περιοχή. Η αεροπορία ανέλαβε να καταστρέψει το γεφύρι με πολυβολισμούς και ρουκέτες. Τα ΣΠΙΤΦΑΪΡ πραγματοποίησαν ίσως 150 διελεύσεις με αυτή την αποστολή. Βυθίζονταν βαθιά μέσα στην κοιλάδα πιο χαμηλά από τις θέσεις των ανταρτών που προσπαθούσαν να τα εμποδίσουν χτυπώντας τα με κάθε όπλο, και προσπαθούσαν να πλήξουν τη γέφυρα. Παρά το πείσμα που επέδειξαν και τις άριστες καιρικές συνθήκες δεν κατάφεραν ως το τέλος της ημέρας να πετύχουν το στόχο τους.
Το γεφύρι συχνά βαλλόταν και το πέρασμα από αυτό γινόταν τροχάδην. Στρατιώτες και αντάρτες, ανακατεμένοι, συγκρούονταν σε πολύ μικρές αποστάσεις. Οι πρώτοι προσπαθούσαν να κυκλώσουν και να αποκόψουν τους δεύτερους, να μην τους αφήσουν να πλησιάσουν στο πέρασμα, να τους αιχμαλωτίσουν ή να τους ρίξουν στο ορμητικό ποτάμι. Οι δεύτεροι αντίθετα διεκδικούσαν λυσσασμένα τον μοναδικό δρόμο προς τη σωτηρία. Ολόκληρη την ημέρα της 28ης Μαρτίου γύρω από το γεφύρι του Κοράκου εκτυλίχθηκαν μερικές από τις πλέον τραγικές στιγμές ολόκληρου του Εμφυλίου. Μέχρι το σούρουπο όλα είχαν τελειώσει. Μόλις βράδιασε, ενώ οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν αγγίξει το γεφύρι, το μηχανικό των ανταρτών του ΕΛΑΣ το ανατίναξε, δίνοντας τέλος στη σύγκρουση. Η ανατίναξη έγινε με 61 κιλά δυναμίτιδας που τοποθετήθηκε στη μέση του γεφυριού και πυροδοτήθηκε μέσα από την κούλια (δηλ. το φυλάκιο), από έναν αντάρτη με το όνομα Καραντάος.
Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα του Καπετάν Διαμαντή (Γ. Αλεξάνδρου) προς το Αρχηγείο Νοτίου Ελλάδος: «28-03-1949: Τμήματα πέρασαν γέφυρα στοπ / ξεκόφτηκε μια διμοιρία δυτικά του Αχελώου στοπ / αεροπορία στοπ / είχαμε αρκετούς τραυματίες στοπ / λίγους σκοτωμένους στοπ / Γέφυρα ανατινάχθηκε 21.15 στοπ».
Όσοι από τους άντρες του ΕΛΑΣ κατάφεραν να περάσουν σώθηκαν, μέχρι την επόμενη τραγωδία τουλάχιστον. Οι υπόλοιποι είτε διασκορπίστηκαν στην περιοχή κρυπτόμενοι μέχρι να ανακαλυφθούν, είτε πνίγηκαν προσπαθώντας να περάσουν το ποτάμι, είτε έπεσαν στα χέρια του στρατού.
Σήμερα πια, στην ανατολική όχθη, το διώροφο φυλάκιο του Δερβέναγα (χαλάσματα φαγωμένα και ξεθωριασμένοι πετρότοιχοι, μισογκρεμισμένα αψιδωτά παράθυρα δίχως στέγη), φρουρεί ακόμα το παμπάλαιο μονοπάτι.
Το παραπάνω κείμενο είναι επεξεργασμένη αναδημοσίευση άρθρου που υπογράφει ο Νίκος Π. Ζήσης για την τοπική εφημερίδα «Πηγιώτικες Ρίζες». Το αρχικό κείμενο έχει υποστεί περικοπές και μικροδιορθώσεις.
ΠΗΓΗ: ΡΑΔΟΒΥΖΙ ΑΡΤΑΣ